- φιλόζῳος
- φιλόζῳοςfond of one's lifemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόζωος — fond of one s life masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόζωος — (I) η, ο / φιλόζωος, ον, ΝΑ αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη ζωή του αρχ. 1. δειλός ή μαλθακός 2. (για ασθενή) αυτός που ποθεί να ζήσει 3. (για φυτό) α) αειθαλής β) ανθεκτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόζωον η φιλοζωία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ζωος… … Dictionary of Greek
φιλόζωος — η, ο 1. αυτός που αγαπάει υπερβολικά τη ζωή του: Είναι φιλόζωος και φιλοτομαριστής. 2. αυτός που αγαπάει τα ζώα, ζωόφιλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλόζωον — φιλόζωος fond of one s life masc/fem acc sg φιλόζωος fond of one s life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόζῳον — φιλόζῳος fond of one s life masc/fem acc sg φιλόζῳος fond of one s life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοζῴου — φιλόζῳος fond of one s life masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοζῴους — φιλόζῳος fond of one s life masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοζῴῳ — φιλόζῳος fond of one s life masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοζώοιο — φιλόζωος fond of one s life masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοζώοις — φιλόζωος fond of one s life masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)